μικρολογοῦμαι

μικρολογοῦμαι
μῑκρολογοῦμαι , μικρολογέομαι
to be
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μικρολογώ — (ΑΜ μικρολογοῡμαι, έομαι και μτγν. μικρολογῶ, έω) [μικρολόγος] 1. μιλώ και ασχολούμαι με ασήμαντα πράγματα 2. ασχολούμαι με ασήμαντες λεπτομέρειες και αφήνω να μού διαφύγει η ουσία, είμαι υπερβολικά σχολαστικός αρχ. φέρομαι με μεγάλη ευτέλεια,… …   Dictionary of Greek

  • σμικρολογούμαι — έομαι, Α ασχολούμαι με ασήμαντα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού μικρολογοῦμαι (πρβλ. σμικρός: μικρός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”